Ατλας Ελληνικών Σπηλαιοθεμάτων

Στην επιστήμη της σπηλαιολογίας χρησιμοποιείται ο όρος «σπηλαιόθεμα»*  για τις διάφορες αποθέσεις δευτερογενών ορυκτών που αποτίθενται στα σπήλαια με διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα οι σταλακτίτες, οι σταλαγμίτες κ.τλ. Η μορφή της απόθεσης και το μέγεθος της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η θέση μέσα στο σπήλαιο, ο χημισμός του νερού, η ποσότητα του νερού, εάν ρέει ελεύθερα ή υπό υδροστατική πίεση κ.α. Η ορυκτολογική σύσταση της απόθεσης εξαρτάται και αυτή από τις κλιματικές συνθήκες (π.χ. σε διαφορετικές θερμοκρασίες αποτίθενται από το ίδιο νερό αραγωνίτης ή ασβεστίτης) τα πετρώματα στα οποία σχηματίζεται το σπήλαιο ή διαρρέει το νερό πριν φτάσει σε αυτό ή ακόμη και από την ίδια την προέλευση του νερού κ.α.

Η επιστήμη της γεωλογίας-σπηλαιολογίας χρησιμοποιεί τα σπηλαιοθέματα για να αντλήσει ένα σημαντικό όγκο πληροφορίας όπως για παράδειγμα:

 

    1. Να μελετήσει το περιβάλλον της περιοχής που βρίσκεται κάποιο σπήλαιο, για τη χρονική περίοδο που συνέβαινε η απόθεση του σπηλαιοθέματος. Η μέθοδος χρησιμοποιεί σταθερά ισότοπα και ραδιοχρονολογήσεις και εφαρμόζεται με επιτυχία σε σταλαγμίτες.

 

    1. Μπορεί να μελετήσει τη νεοτεκτονική μίας περιοχής με βάση το πώς αποτυπώνεται αυτή στα σπηλαιοθέματα. Η μεθοδολογίες που αναπτύσσονται συνδυάζουν πλήθος ραδιοχρονολογήσεων σε διαφορετικές γενεές σπηλαιοθεμάτων επάνω και κάτω από ογκόλιθους στα σπήλαια και πειραματικά μοντέλα για τον τρόπο θραύσης και πτώσης νεαρών σταλακτιτών από τη σεισμική ταλάντωση.

 

    1. Μία λεπτομερής μελέτη του τρόπου θραύσης, μετακίνησης και απόθεσής τους μπορεί να προσφέρει στοιχεία για την είσοδο παγετώνα σε ένα σπήλαιο και τη νέα διαμόρφωση που έχει σαν αποτέλεσμα.

 

    1. Είναι δυνατό να αντληθούν στοιχεία για τη σπηλαιογένεση, όπως ο χημισμός του νερού και η θερμοκρασία απόθεσης του ορυκτού που συσχετίζεται με τη θερμοκρασία του νερού. Η μέθοδος βρίσκει εφαρμογή σε ειδικούς τύπους φρεατικών σπηλαιοθεμάτων.

 

  1. Δείγματα σπηλαιοθεμάτων συνήθως χρονολογούνται σε μελέτες για τον υπολογισμό ρυθμών διάβρωσης ποταμών σε περιοχές με σπήλαια.

 

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι γνώσεις για τα σπηλαιοθέματα είναι πλέον τόσες που η χρήση τους βρίσκει εφαρμογή, τόσο σε εξειδικευμένες μελέτες εντός σπηλαίου, όσο και σε μελέτες που αφορούν τα υπόγεια νερά ή τη γεωμορφολογική εξέλιξη μίας περιοχής πολύ ευρύτερης από το περιορισμένο χώρο του σπηλαίου.

 

Στην Ελλάδα από την έκδοση του Δελτίου της Ε.Σ.Ε. και έπειτα, συναντώνται πολύ συχνά καταγραφές και περιγραφές σπηλαιοθεμάτων σε εκθέσεις και άρθρα των σπηλαιολόγων και τις τελευταίες δεκαετίες επιστημονικές εργασίες με χημικές αναλύσεις, ραδιοχρονολογήσεις, ορυκτολογικές αναλύσεις, ισοτοπικές και άλλες. Με μία συγκέντρωση των καταγραφών και περιγραφών που έχουν γίνει έως τώρα, παρατηρείται μία σχετική ανομοιογένεια στον τρόπο περιγραφής, την ορολογία που χρησιμοποιείται, στις ερμηνείες δημιουργίας που δίνονται και γενικά σε πολλά στοιχεία που καθιστούν δύσχρηστη και αμφίβολη την πληροφορία. Αυτό όμως δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο για το αντικείμενο αυτό, αλλά περισσότερο μία γενικότερη κατάσταση γενικά στη διεθνή σπηλαιολογία. Οι Hill & Forti στην πρώτη και δεύτερη έκδοση του βιβλίου τους Cave minerals of the world δίνουν έναν κατάλογο με όλα τα γνωστά παγκοσμίως σπηλαιοθέματα και τις διάφορες απόψεις σχετικά με τη δημιουργία τους. Ειδικά σε αυτή τη σύνοψη που κάνουν, διαπιστώνεται η πληθώρα διαφορετικών περιγραφικών ονομάτων για το ίδιο σπηλαιόθεμα, τα οποία εντάσσουν σε ευρύτερες κατηγορίες διατηρώντας τον καταλληλότερο όρο. Πολλές φορές ο ξενόγλωσσος όρος συμπίπτει με κάποιον από τους ελληνικούς, αλλά αυτό δε συμβαίνει πάντα. Επομένως, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί η ορολογία που θα περιγράφει τα σπηλαιοθέματα ώστε η καταγραφές να είναι ομοιόμορφες, συγκρίσιμες και σαφείς, πράγματα που σημαίνουν χρήσιμες για την επιστημονική έρευνα.

 

Ένα άλλο θέμα που προκύπτει από τη μελέτη παλαιών καταγραφών είναι ότι πέρα από την διαφορετική ορολογία δίνονται και διαφορετικά δεδομένα. Για παράδειγμα αλλού αναφέρονται οι διαστάσεις για κάποιο σπηλαιόθεμα, αλλά όχι η θέση του μέσα στο σπήλαιο ή θέση του ίδιου του σπηλαίου, αλλού δίνεται η εικόνα του αλλά χωρίς διαστάσεις και κλίμακα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όταν κανείς θέλει να μελετήσει έναν παράγοντα που συσχετίζεται με τα σπηλαιοθέματα και έχει στη διάθεσή του έναν δεδομένο όγκο πληροφορίας, να αναγκάζεται να εξαιρέσει ένα σημαντικό ποσοστό αυτής, εξαιτίας έλλειψης κάποιων στοιχείων, που επιφέρει ανομοιογένεια.

 

Η σημαντικότητα της μελέτης των σπηλαιοθεμάτων, η ανάγκη ενιαίας ορολογίας και ομοιόμορφης καταγραφής είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που οδηγούν στην απόφαση να δημιουργηθεί ο «Ατλας Ελληνικών Σπηλαιοθεμάτων». Εάν η πληροφορία αυτή μπορεί να οργανωθεί σε ένα ενιαίο, ομοιόμορφο και συστηματικό αρχείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση σε επιστημονικές μελέτες ή ακόμη και ως ένα εκπαιδευτικό εργαλείο.

 

Δεδομένου του πολύ μεγάλου αριθμού σπηλαίων στον Ελληνικό χώρο είναι σαφές ότι η προσπάθεια συγκέντρωσης πληροφοριών για τα σπηλαιοθέματα δε μπορεί παρά να είναι συλλογική εργασία, αλλά και μία διαδικασία που θα έχει στη διάθεσή της τον απαραίτητο χρόνο και τρόπο ώστε να ολοκληρωθεί και να βρει εφαρμογή. Με βάση αυτές τις αρχές ο Ατλας Ελληνικών Σπηλαιοθεμάτων έχει στοιχειοθετηθεί ως εξής:

 

    1. Η αρχή βασίζεται στην ενημέρωση των σπηλαιολόγων που επιθυμούν να συμμετάσχουν με κείμενα που επεξηγούν τον τρόπο δημιουργίας των σπηλαιοθεμάτων και θέτουν τη βάση για μία ενιαία ορολογία. Το θέμα αυτό επιχειρείται να επιλυθεί με την επιμέλεια κειμένων βασισμένων στη διεθνή βιβλιογραφία με τι πιο πρόσφατες απόψεις για τη δημιουργία των σπηλαιοθεμάτων.

 

    1. Η συγκέντρωση της πληροφορίας θα γίνει με βάση δεδομένων στο διαδίκτυο, στην οποία η πρόσβαση θα είναι ελεύθερη, ώστε να επιτευχθεί ικανοποιητική «ροή πληροφορίας» επάνω στο θέμα που απασχολεί τον Ατλαντα. Η προσθήκη στοιχείων στη βάση θα γίνεται με τη συμπλήρωση μίας τυποποιημένης φόρμας καταγραφής με συγκεκριμένες προδιαγραφές και με την αποστολή της με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Μετά τον έλεγχο των στοιχείων και την επιβεβαίωση τήρησης της καθορισμένης μεθοδολογίας θα προστίθεται στη βάση δεδομένων φέροντας τα στοιχεία του σπηλαιολόγου που έκανε την καταγραφή. Επίσης, υπάρχουν αντίστοιχες φόρμες που θα παρουσιάζονται σπήλαια και κατάλογοι των σπηλαιοθεμάτων που συναντώνται σε αυτά.

 

  1. Μετά τη συγκέντρωση επαρκούς πληροφορίας θα δημιουργηθεί ένας τόμος με τίτλο Ατλας Ελληνικών Σπηλαιοθεμάτων που θα περιλαμβάνει έναν αριθμό των καταγραφών που θα επιλεγούν με βάση την επάρκεια της πληροφορίας τους και θα πλαισιωθεί με άρθρα που αφορούν την επιστημονική έρευνα των ελληνικών σπηλαιοθεμάτων.

 

Επιπλέον είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τις δυνατότητες που προσφέρει η ύπαρξη μίας τέτοιας βάσης δεδομένων εφόσον μπορούν οι καταγραφές να επεξεργαστούν ως προς τη γεωγραφική τους κατανομή, τη συχνότητα παρουσίας, τη συσχέτιση της παρουσίας τους με τον τύπο του σπηλαίου, την ποσοτικοποίηση της βάσης και τη στατιστική ανάλυσή τους, τη διερεύνηση της ποικιλομορφίας και πολλά άλλα που μπορούν να γίνουν πλέον από οποιονδήποτε έχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων, δηλαδή όλους. Έτσι ενδεχομένως να ανοίξει ο δρόμος για τη διερεύνηση διαφορετικών όψεων των σπηλαιοθεμάτων που σε επίπεδο ακόμη και ερευνητικής ομάδας είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί λόγω του απαιτούμενου όγκου πληροφορίας. Η επέκταση της βάσης μελλοντικά με τη συγκέντρωση της σχετικής βιβλιογραφίας και η αρχειοθέτηση της διάσπαρτης πληροφορίας θα συνθέσουν ένα αναντικατάστατο εργαλείο στα χέρια των σπηλαιολόγων.

 

Παρότι η πραγματοποίηση δείχνει απλή υποκρύπτει σημαντικό φόρτο εργασίας. Μέχρι σήμερα έχει γίνει ως ένα βαθμό η κωδικοποίηση της ορολογίας με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία. Η εργασία αυτή έγινε με την ευγενική προσφορά και υποστήριξη των μελών του Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (σε αλφαβητική σειρά): Δοσεμετζής Κύριλλος, Καλογερόπουλος Ηρακλής, Κουλίδου Ιωάννα, Παππά Σπυριδούλα, Πιπερά Κυριακή, Τσεκούρα Αικατερίνη.

 

Πέρα από τα εισαγωγικά κείμενα, έχουν ολοκληρωθεί οι φόρμες καταγραφής και ένα μέρος της βάσης δεδομένων και της ιστοσελίδας που θα παρουσιάζεται η όλη εργασία.

 

Όπως φαίνεται από τις έρευνες και εργασίες που γίνονται στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια η σπηλαιολογία στην Ελλάδα έχει ένα τέτοιο επίπεδο που μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει και να φέρει εις πέρας μία τέτοια προσπάθεια. Από όλες τις απόψεις υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός ιδιαίτερα περιεκτικού και ουσιαστικού Ατλαντα που προβάλλει τον πλούτο των ελληνικών σπηλαίων και τη σπηλαιολογική δράση, προάγει τη σπηλαιολογική έρευνα και μεταλαμπαδεύει τη γνώση.

 

Γεώργιος Λαζαρίδης
Γεωλόγος
Μέλος του Το.Τ.Β.Ε. της Ε.Σ.Ε.

 

 

 


*Τον όρο εισήγαγε ο Moore το 1952 με επιτυχία

 

Φωτο: Πέλη Φιλιππάτου, Τρύπα του Βοριά – Λακωνία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *